Όροι αξίας
Πολλοί γονείς θέλουν κατά βάθος, το παιδί τους να μοιάζει σε αυτούς. Γιατί; Γιατί το θεωρούν προέκταση του εαυτού τους, και ταυτόχρονα θέλουν να δουν τον εαυτό τους σε μια καλύτερη εκδοχή του, αλλά και μέσα από το παιδί τους, να θαυμάσουν τον εαυτό τους. Ωστόσο, ένα παιδί είναι μια ξεχωριστή , αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη που δεν έχει την υποχρέωση να μοιάσει σε κανέναν. Μάλιστα, αν το παιδί μας κάνει πράγματα που εμάς μας φοβίζουν ή είναι άγνωστα σε εμάς, τότε τείνουμε να το κρίνουμε. Ωστόσο, ένα παιδί είναι διαφορετικό και μοναδικό ,και αυτό πρέπει να είναι. Έχει τα ιδιαίτερα ξεχωριστά εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά του, τα οποία και το ίδιο θέλει να ανακαλύψει. Η ανακάλυψη συμβαίνει μέσα στα πλαίσια μιας διαδικασίας αυτό-αγάπης και αυτό-φροντίδας. Αν δεν αγαπάς κάποιον, είτε αυτός είναι ο εαυτός σου, είτε ένας άλλος άνθρωπος, δεν μπαίνεις στην διαδικασία να τον ανακαλύψεις, γιατί η ανακάλυψη προϋποθέτει μυστήριο, αγωνία, περιέργεια, και πάνω απ’ όλα, εμπιστοσύνη. Για να ανακαλύψεις κάτι καινούργιο, χρειάζεται να αφήσεις πίσω σου τις γνώσεις που είχες για οτιδήποτε παλιό. Χρειάζεται να πας σαν άγραφος χάρτης. Ωστόσο, όταν μπαίνεις στην διαδικασία να ανακαλύψεις κάτι καινούργιο, παίρνεις συχνά το ρίσκο, να μην ανακαλύψεις τίποτα ή αυτό που θα βρεις, να μην σου αρέσει.
Έχοντας αυτό το φόβο συχνά οι γονείς, προσπαθούν να πείσουν το παιδί τους ότι υπάρχει μία δογματική, απόλυτη κοσμοθεωρία, η οποία είναι η δικιά τους, θυσιάζοντας, έτσι, τα ιδιαίτερα, ξεχωριστά χαρίσματα των παιδιών τους. Είναι με άλλα λόγια, σαν να αγοράζουν μία Porsche και να την αφήνουν στο γκαράζ. Οι ίδιοι μπορεί να μην έχουν ξαναοδηγήσει Porsche . Οδηγούσαν πάντα ένα παλιό fiat, και δεν μπήκαν στην διαδικασία να οδηγήσουν κανένα άλλο αμάξι. Έτσι, όταν το παιδί τους αντιπροσωπεύει μία Porche, δεν ξέρουν να το καθοδηγήσουν πώς να αλλάζει τις ταχύτητες, από που ανοίγει το καπό, πώς ρυθμίζονται οι υαλοκαθαριστήρες, τα φώτα κ.λ.π. , αλλά ταυτόχρονα τους είναι δύσκολο να εμπιστευτούν ότι το παιδί τους θα τα βρει όλα αυτά μόνο του, γιατί σ αυτούς δεν υπήρχε καν σαν ιδέα ότι θα μπορούσαν να το κάνουν. Ο προσωπικός τους φόβος γίνεται έτσι δεσμευτικός για το παιδί, το οποίο δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον φόβο των γονέων για την δική τους ανεπάρκεια, από το αίσθημα της δικής του αναξιότητας.
Όροι αξίας: Ορισμός
Σύμφωνα με τον Rogers το άτομο το πρώτο διάστημα της επίγειας ζωής του δεν διαφοροποιείται από το περιβάλλον του. Έτσι, αποκτά εικόνα εαυτού μέσα από την θετική αποδοχή των σημαντικών άλλων. Ένα βρέφος χρειάζεται να παίρνει άνευ όρων θετική αποδοχή, και όχι υπό όρους θετική αποδοχή . Ωστόσο, επειδή αυτό είναι σπάνιο, το άτομο μεγαλώνοντας τείνει να αποδέχεται τον εαυτό του υπό όρους. Αυτούς τους όρους ο Rogers (1959) τους ονόμασε όρους αξίας (Merry, 2003). Με άλλα λόγια, όροι αξίας είναι οι αξίες εκείνες που αποκτά το άτομο μέσω της αλληλεπίδρασής του με το περιβάλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής του, και αργότερα τις ενστερνίζεται ως δικές του (Wilkins, 2015). Αυτές οι ενδοβλημένες αξίες έχουν ύψιστη σημασία στην συνεκτικότητα της εικόνας εαυτού, αφού το άτομο δυσκολεύεται να τις διαφοροποιήσει από τον πρότερο εαυτό του.
Ας το δούμε, όμως, ειδικότερα. Ένα παιδί δεν μπορεί να ξεχωρίσει το αν είναι μια πράξη του, άξια ή όχι, θετικής αποδοχής από τους σημαντικούς άλλους, από το αν είναι το ίδιο άξιο θετικής αποδοχής, ως άνθρωπος. Έτσι, μαθαίνει να αποδέχεται τον εαυτό του επιλεκτικά, μέσα από την θετική αποδοχή ή όχι, των σημαντικών άλλων. Όταν το παιδί αποφεύγει με σκοπιμότητα μια συμπεριφορά ή πράξη προκειμένου να αποφύγει την αποδοκιμασία, λέμε ότι έχει αποκτήσει «όρους αξίας». Αν το άτομο δεν πάρει μια υπό όρους αποδοχή από τους πρωταρχικούς φροντιστές του, τότε ιδανικά δεν αναπτύσσει όρους αξίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν ο φροντιστής του κάνει ευδιάκριτα τα δικά του όρια, χωρίς να προσβάλλει την συμπεριφορά και συνεπώς την ύπαρξη του παιδιού. Έτσι, λοιπόν, μπορεί να αναγνωρίσει την ανάγκη του παιδιού του να έχει μία Α συμπεριφορά, ωστόσο ταυτόχρονα μπορεί να του επισημαίνει πώς για τον ίδιο τον φροντιστή αυτή η συμπεριφορά μπορεί να του δημιουργεί θλίψη. Έτσι, το παιδί μαθαίνει να μην προβαίνει στην συμπεριφορά Α, γιατί δεν θέλει να στεναχωρήσει τον γονιό του, και όχι γιατί δεν θέλει να σταματήσει ο γονιός του να το αγαπά. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ο γονιός να σεβαστεί την ανάγκη του παιδιού του να είναι όπως είναι, δηλώνοντας ότι το αγαπά και έτσι, ωστόσο ταυτόχρονα αναγνωρίζει και την δικιά του ανάγκη να μην δυσαρεστείται από κάποιες συμπεριφορές, γι’ αυτό και δεν τις επιτρέπει (Rogers, 1959).
Παράδειγμα:
Παρουσία όρων αξίας: Αν ξανακλέψεις τα πράγματα της αδελφής σου, θα με θυμώσεις πάρα πολύ. Δεν καταλαβαίνω πώς βγήκες έτσι! Όλο εντάσεις μας προκαλείς!
Απουσία όρων αξίας: Γιέ μου αναγνωρίζω ότι σου αρέσει να κλέβεις τα παιχνίδια της αδελφής σου, και σε αγαπώ, όπως και να έχει. Ωστόσο, αναγνωρίζω και την δικιά μου ανάγκη να υπερασπιστώ την μικρή αδελφή σου, και μια τέτοια συμπεριφορά με στεναχωρεί.
Παραδείγματα όρων αξίας:
Όρος αξίας είναι η πεποίθηση ενός παιδιού ότι είναι αποδεκτό μόνο όταν αριστεύει, γιατί όταν δεν αριστεύει γνωρίζει ότι οι γονείς του θα το τιμωρήσουν και θα το επιπλήξουν. Έτσι, εν τέλει και το ίδιο το παιδί τείνει να αποδέχεται τον εαυτό του μόνο όταν είναι άριστο. Αντίστοιχα, ένα παιδί που έχει βιώσει την σωματική κακοποίηση με πρόσχημα ότι είναι για το καλό του, μαθαίνει ότι είναι εντάξει να το χτυπάνε, γιατί έτσι σκληραγωγείται και γίνεται πιο αποτελεσματική η μάθηση. Άρα, πιστεύει ότι η μάθηση και η εξέλιξη προέρχεται μέσα από την σωματική κακοποίηση, η οποία φυσιολογικοποιείται. Επίσης, ένα παιδί που έχει έναν αυταρχικό πατέρα, που του ασκούσε ψυχολογική κακοποίηση όταν έκλαιγε ή άφηνε το συναίσθημά του να το εκδηλωθεί, έμαθε ότι το συναίσθημα είναι για τους αδύναμους, και ο πατέρας του δεν θα τον αγαπούσε έτσι. Μαθαίνει έτσι να μην εκφράζει τα συναισθήματά του, γιατί το κάνουν ευάλωτο, αδύναμο και μη αποδεκτό. Τέλος, ένα παιδί που ποτέ δεν ήταν προτεραιότητα για τους γονείς του, και κάθε φορά που τους χρειαζόταν, αυτοί ήταν απασχολημένοι, μαθαίνει ότι δεν μπορεί να είναι προτεραιότητα στις ζωές των άλλων, γιατί όταν προσπαθεί να το κάνει αυτό πληγώνεται. Άρα, δεν του αξίζει να είναι προτεραιότητα. Ένα παιδί που έχει μεγάλους σε ηλικία γονείς, και αποζητούν συνέχεια την προσοχή του παιδιού τους, μαθαίνει ότι πρέπει να φροντίζει τους γονείς του για να πάρει αγάπη. Αν δεν τους φροντίζει, δεν είναι άξιο της αγάπης τους. Αντίστοιχα, ένα παιδί που έχει μάθει ότι οι γονείς του του του δίνουν προσοχή όταν κλαίει και χτυπιέται, γιατί διαφορετικά είναι συνέχεια απασχολημένοι, μαθαίνει να κλαίει και να είναι υπερβολικό, για να τραβήξει την προσοχή, και εν τέλει, θεωρεί ότι χρειάζεται να κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από ακραίες εκδηλώσεις για να πάρει αγάπη και προσοχή. Καταλήγοντας, το παιδί τείνει να αναπαράγει στην ενήλικη ζωή το ίδιο μοτίβο, εκτός και αν θέλει να σπάσει αυτό το φαύλο κύκλο.
Μια πελάτισσά μου, κάποτε ήρθε στην συνεδρία μας κλαίγοντας γιατί είχε χτυπήσει το παιδί της. Είχε ζήσει μέσα στην ίδια της την οικογένεια, το ξύλο, και ήταν πολύ εξοικειωμένη με αυτό. Θεωρούσε ότι ήταν οκ να την χτυπάει ο γονιός της, όπως και η ίδια να χτυπάει το παιδί της για να συνετιστεί. Ωστόσο, κάθε φορά που χτυπούσε το παιδί της, μετά ερχόταν στην συνεδρία κλαίγοντας. Ένα κομμάτι της, βλέπετε, δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι αναπαρήγαγε αυτό το πρότυπο. Ένα κομμάτι της, αμφισβήτησε αυτό που νόμιζε ότι ήξερε ήδη. Ένα κομμάτι της, εν τέλει, θρηνούσε μέσα της αυτό το οποίο νόμιζε ότι είχε αποδεχθεί. Μπορεί όταν ήταν μικρή η ίδια να το είχε αποδεχθεί, ή μάλλον να είχε συμβιβαστεί με αυτό, γιατί τότε δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Γιατί το να αμφισβητήσει τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των γονιών της, θα έθετε σε κίνδυνο την αγάπη της για εκείνους. Δεν μπορεί ένα παιδί αρχικά να ξεχωρίσει, το να διαφωνεί με μια μεμονωμένη πράξη, από το να μην αγαπάει τον άνθρωπο που κάνει αυτή την πράξη. Όμως, ως ενήλικας μπορεί! Σε ένα ακόμα πιο πρωταρχικό στάδιο, μάλιστα, δεν μπορεί να διαχωρίσει καν τον εαυτό του από τον γονέα-φροντιστή του, γεγονός που κάνει το παιδί όχι μόνο να θυμώνει με τον γονέα που πράττει την εκάστοτε πράξη, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Αρθρογράφος: Καραγιάννη Αναστασία- Χαρά